αχίλλειος

αχίλλειος
ος и εία, ον ахиллесов;

§ αχίλλειος πτέρνα — ахиллесова пята


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αχίλλειος" в других словарях:

  • Ἀχίλλειος — of Achilles masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχίλλειος — (3ος–4ος αι. μ.Χ.). Πρώτος επίσκοπος και πολιούχος άγιος της Λάρισας. Έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου και πήρε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου. * * * ο (AM Ἀχίλλειος, α, ον, Α και Ἀχιλλέϊος και Ἀχιλλήιος,… …   Dictionary of Greek

  • αχίλλειος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αχιλλέα· συνηθισμένη φράση: «αχίλλεια φτέρνα», το πιο ευπρόσβλητο σημείο σε κάποιο ζήτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αχίλλειος Ελπίδιος — (3ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, σφετεριστής του αυτοκρατορικού θρόνου. Ανακηρύχτηκε, επί Διοκλητιανού, αυτοκράτορας (292) από τα αλεξανδρινά στρατεύματα. Ο Διοκλητιανός κατέλαβε, ύστερα από οχτάμηνη πολιορκία την Αλεξάνδρεια, συνέλαβε τον Α.… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Αχίλλειος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 28 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο νησάκι της Λίμνης της Μικρής Πρέσπας. Παλαιότερα, το μικρό σήμερα χωριό είχε γνωρίσει ακμή όπως μαρτυρεί o οικισμός που βρέθηκε και είναι της εποχής του Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Ἀχιλλείων — Ἀχίλλειος of Achilles fem gen pl Ἀχίλλειος of Achilles masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχίλλειον — Ἀχίλλειος of Achilles masc acc sg Ἀχίλλειος of Achilles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχιλλείοις — Ἀχίλλειος of Achilles masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχιλλείου — Ἀχίλλειος of Achilles masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχιλλείους — Ἀχίλλειος of Achilles masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχίλλεια — Ἀχίλλειος of Achilles neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»